- κομψευριπικῶς
- κομψευρῑπικῶς , κομψευριπικῶςwith Euripides-quibblesindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κομψευριπικώς — κομψευριπικῶς και κομψευριπιδικῶς (Α) επίρρ. με κομψεύματα τού Ευριπίδη, με κομψολογήματα («εἴποιμ ἂν αὐτὸ δῆτα κομψευριπικῶς», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κομψευριπιδικῶς, με απλολογία (< κομψός + Ευριπίδης)] … Dictionary of Greek
κομψός — ή, ό (ΑM κομψός, ή, όν) 1. αυτός που έχει καλαίσθητη εμφάνιση, λεπτότητα στο παρουσιαστικό, καλαίσθητος 2. χαριτωμένος, ευχάριστος 3. αυτός που γίνεται με κομψότητα, με χάρη (α. «κομψό ντύσιμο» β. «κομψή συμπεριφορά») αρχ. 1. ευφυής, πνευματώδης… … Dictionary of Greek